ευδοκιμώ — ευδοκιμώ, ευδοκίμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευδοκιμώ — (ΑΜ εὐδοκιμῶ, έω) [ευδόκιμος] 1. επιτυγχάνω σε κάτι, κατορθώνω, κάτι 2. ακμάζω, ευημερώ, προοδεύω («ηὐδοκίμει Περικλῆς», Πλάτ.) νεοελλ. (για φυτά) έχω ευνοϊκούς όρους για ανάπτυξη, ακμάζω («στη Χίο ευδοκιμεί η μαστίχα») αρχ. μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
ευδοκιμώ — ευδοκίμησα, πετυχαίνω, προκόβω, προοδεύω: Στον τόπο αυτόν ευδοκιμούν τα πρώιμα κηπευτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εὐδοκίμῳ — Εὐδόκιμος in good repute masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκίμῳ — εὐδόκιμος in good repute masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐδοκίμωι — Εὐδοκίμῳ , Εὐδόκιμος in good repute masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκίμωι — εὐδοκίμῳ , εὐδόκιμος in good repute masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευδοκιμώ — κατευδοκιμῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευδοκιμώ) ευδοκιμώ πολύ, ξεπερνώ κάποιον σε ευδοκίμηση, σε καλή υπόληψη και δόξα («κατευδοκιμήσας Φαβίου», Διόδ.) … Dictionary of Greek
ορθοποδώ — (ΑΜ ὀρθοποδῶ, έω) [ορθόπους] νεοελλ. 1. στέκομαι όρθιος στα πόδια μου ή σηκώνομαι και παίρνω όρθια στάση, στέκομαι στο πόδι 2. μτφ. αναλαμβάνω δυνάμεις, αποκαθίσταμαι, ευδοκιμώ μσν. αρχ. βαδίζω κατευθείαν, προς τα εμπρός αρχ. μτφ. ακολουθώ τον… … Dictionary of Greek
συνθάλλω — Μ (για φυτό) ευδοκιμώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θάλλω «ανθώ, ευδοκιμώ»] … Dictionary of Greek